Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Ο Πόντες.

 Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένας βασιλιάς που έμενε σε ένα τεράστιο παλάτι.

Για κάποιο λόγο , που αδυνατούμε εμείς οι θνητοί να κατανοήσουμε, το παλάτι δεν τόνε χώραγε και έβαλε να του χτίσουν και δεύτερο.

Δεν τονε χώραγανε ούτε τα δύο παλάτια  και συνέχισε να βάζει  μαστόρους να του χτίζουν παλάτια.

Ήθελε ένα παλάτι που να βλέπει την Ανατολή , ένα την Δύση, ένα στα βουνά , ένα στη θάλασσα, ένα στην πόλη , ένα σε χωριό.

Δεκάδες παλάτια χτίστηκαν επί των ημερών του,  μα και πάλι,  ησυχία δεν εύρισκε η ψυχή του.

Επί των ημερών του είχε ένα θερινό παλάτι στην Κέρκυρα το οποίο ονόμαζε «Μον Ρεπό» και το οποίο ήταν χτισμένο στην μέση ενός τεράστιου δάσους με αιωνόβια δένδρα , δίπλα στην θάλασσα.

Είχε δική του παραλία για τους καλεσμένους του .

Δική του προβλήτα για το Γιότ.

Δική του πηγή με γάργαρο νερό.

Δικούς του στάβλους.

Δικούς του λαχανόκηπους.

Επίσης  είχε και δική του μυστική παραλία ώστε να κάνει το μπάνιο του  μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των κοινών θνητών.

Πέρασαν τα χρόνια χωρίς ο Βασιλιάς να καταφέρει να κάνει ούτε μια βουτιά στην ιδιωτική του παραλία.

Όπως συμβαίνει πάντα , έκλεισε ο κύκλος.

Έτσι συμβαίνει πάντα με τους κύκλους. Κάποια στιγμή κλείνουν.

Θα αναρωτηθεί   κανείς: «Δεν γίνεται να υπάρχουν κύκλοι που να μην κλείνουν;»

Μπορεί,  αλλά αυτό αφορά άλλους.

Στο δικό μας βασίλειο, των πεπερασμένων υποστάσεων,  οι κύκλοι (δυστυχώς η ευτυχώς) πάντα κλείνουν.  

Έτσι, λοιπόν,  κάποτε  έκλεισε ο κύκλος και ο Βασιλιάς εκθρονίστηκε.

Πριν προλάβει να χαρεί τα μεγαλεία του βρέθηκε σε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο να κοιτάει την βροχή πίσω από το τζάμι, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.

Εν των μεταξύ γίνεται μια επανάσταση Κερκυραϊκών διαστάσεων  και τα θερινά ανάκτορα καταλαμβάνονται από εξαγριωμένα στίφη  Κερκυραίων Μπολσεβίκων , Μενσεβίκων και Αριστερών Εσέρων.

Λέω: «Κερκυραϊκών διαστάσεων»  λόγω του ότι εμείς έχουμε μια ιδιαίτερη αντίληψη των μεγεθών.

Λέμε: «Ποταμός» και εννοούμε έναν τράφο χωρίς νερό.

Λέμε: «Εθνική οδός Κέρκυρας Λευκίμμης» και εννοούμε έναν καρόδρομο γεμάτο λακκούβες.

Λέμε: «Όρος» και εννοούμε εννιακόσια μέτρα.

Λέμε: «Γυάλινος Πύργος» και εννοούμε μια τριώροφη πολυκατοικία.

Έτσι λοιπόν από την δική μας  έφοδο στα θερινά ανάκτορα προέκυψε ένα σημαντικό όφελος.

Το δάσος έγινε τόπος αναψυχής και περιπάτου και οι παραλίες έγιναν κτήμα του λαού.

Η δε παραλία του Μόν Ρεπό ,  που ήταν ήδη προσβάσιμη στις «πλατειές λαϊκές μάζες» ,   έγινε «Λαϊκή πλαζ».

Εδώ δεν πρέπει να     παραλείψω και την ιδιωτική παραλία του Βασιλιά η οποία είναι άγνωστη στο πόπολο.

Την ανακάλυψα τυχαία.

Το πορτάκι ήταν χαμένο μέσα στα βάτα και το λουκέτο το είχε διαλύσει η αλμύρα.

Το μικρό μονοπάτι οδηγεί σε μια ατομική και σκιερή παραλία κρυμμένη από παντού.

Εδώ κάνουμε το μπάνιο μας  εμείς οι τρείς τέσσερις εναπομείναντες «αναρχοκομμουνισταί»  της νομενκλατούρας.

Την  φροντίζουμε την  καθαρίζουμε και φεύγοντας μαζεύουμε και τα κονσερβοκούτια.

Εν τω μεταξύ οι πλατιές λαϊκές μάζες έκαναν  το μπάνιο του στην παραλία του Μόν Ρεπό.

Η πιτσιρικαρία έπαιρνε φόρα  στον πόντε  και έπεφτε «μπόμπα» στο νερό.

Μιλάμε για τους θρυλικούς διαγωνισμούς «μπόμπας» που οι νικητές τους καμαρώνουν ακόμα μετά από πενήντα χρόνια.

Οι καλλίγραμμες δεσποινίδες Ανεμομύλου-Γαρίτσας-Παγκρατεικα-Κουλίνας-Αρβανιτοκάναλο,  χρησιμοποιούσαν τον πόντε ως πασαρέλα.

Αι γενεαί  πάσαι παρέλασαν από τον πόντε.

Στην κατάληψη των θερινών ανακτόρων συμμετείχε και ένα σμήνος σπάνιων και τεράστιων Πελεκάνων που μοιάζουν με προϊστορικά πτηνά και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο πυκνό δάσος όπου και έχτισαν φωλιές μεγέθους γκαρσονιέρας.

Το δειλινό , που μαζεύονταν στις φωλιές τους, το δάσος έμοιαζε με Τζουράσικ Πάρκ.

Η Πλαζ έγινε  ο παράδεισος των παιδιών και συνδέθηκε με τις καλύτερες στιγμές από τα παιδικά τους χρόνια.

 Μετά τον εφιαλτικό χειμώνα των τριτόκλιτων, της περισπωμένης, της δασείας  και των εξισώσεων ακολουθούσε το καλοκαίρι του Πόντε.

Εκείνη την εποχή, λοιπόν,  το Μον Ρεπό ήταν και ο τόπος  των μεγάλων ερώτων του καλοκαιριού.

Πολλές σημερινές γιαγιάδες εγκαστρώθηκαν  στα πυκνά δάση πέριξ της αμμουδιάς.

Ακολουθούσε η γνωστή τελετή με τα φρεσκοπλυμένα και ανθοστόλιστα αυτοκίνητα να κορνάρουν στα Κουρτελάτσα και η οδυνηρή (ως συνήθως) συνέχεια του έγγαμου βίου.

Πάντα όμως, ιδιαίτερα στις μεγάλες δυσκολίες,   το μυαλό κατέφευγε σε εκείνα τα καλοκαίρια του έρωτα  και  της ανεμελιάς στο μικρό παράδεισο των παιδικών χρόνων.

Στο Μόν ρεπό έκλεισε ο  κύκλος των θερινών ανακτόρων αλλά άνοιξε ένας καινούργιος κύκλο καταδικασμένος να κλείσει και αυτός ώστε να ανοίξει ένας άλλος και τελειωμό να μην έχουμε.

Την εξουσία πλέον ανέλαβε ο Πεζόδρομος.

Ο «Πεζόδρομος»  βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και είναι πλήρης από τραπεζοκαθίσματα με μεζέδες, τσάγια, καφέδες και απεριτίφ κάθε γούστου.

Εδώ συχνάζει η εξουσία καθώς και η κρατική γραφειοκρατία κάθε πρωί.

Εδώ κλείνονται συμφωνίες, καταβάλλονται  «λαδώματα» και λαμβάνονται καταρχήν οι  αποφάσεις των συμβουλίων  της μικρής μας δημοκρατικής πολιτείας.

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα στον «πεζόδρομο»  εγκαταστάθηκε και η αριστερά  λόγω του ότι θεωρείται «πιο υπεύθυνος χώρος διεργασιών».

Έτσι η «Αριστερά του πεζοδρομίου» μετετράπη ανεπαισθήτως σε «Αριστερά του Πεζόδρομου».

Μόλις , λοιπόν, η Αριστερά του Πεζόδρομου πήρε αναίμακτα την εξουσία της μικρής μας δημοκρατικής πολιτείας έδωσε σε έναν επιχειρηματία του πεζόδρομου την πλαζ του Μον Ρεπό ως «προβληματική».

Οι σημερινές μαμάδες εκτοπίστηκαν στη «Λωρίδα της Γάζας».

Η «Λωρίδα της Γάζας» είναι μια λωρίδα αμμουδιάς πλάτους ενάμισι μέτρο δίπλα στο δρόμο.

Εάν βγαίνοντας από την θάλασσα δεν προσέξεις σε πατάνε τα αυτοκίνητα.

Οι δε Πελεκάνοι,  μη αντέχοντας την κατάντια και την κακογουστιά , κατέφυγαν στα βάθη του δάσους και διέκοψαν κάθε επαφή με το ανθρώπινο είδος.

Ο Πόντες σάπισε και κατέρρευσε.

Τα φύκια κατέκλυσαν την παραλία  και τα παιδιά πρέπει να βρουν κάποιον  να τα  μεταφέρει στον Κοντογυαλό για να κάνουν το μπάνιο τους ανάμεσα στους τουρίστες.

Προφανώς και αυτός ο κύκλος θα κλείσει κάποτε.

Προς το παρόν μοιάζει αιώνιος αλλά έτσι έμοιαζε και ο κύκλος του βασιλιά καθώς και τόσοι άλλοι κύκλοι στο αμαρτωλό παρελθόν του ανθρώπου.

 

 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Ένας Γκιώνης στην πάνω πλατεία

Τέτοιες μέρες της Ανοίξεως  κελαηδάει ο Γκιώνης στην πάνω πλατεία.

Μετά το σούρουπο.

Μια φορά κάθε τρία δευτερόλεπτα.

Προσπάθησα να μετρήσω  (με μια εφαρμογή του κινητού μου) και την συχνότητα του ήχου… να δώ σε τι τόνο κελαηδάει.

Θα μου πεις: «Εδώ ο κόσμος χάνεται…»

 Και θα σου απαντήσω: «Ακριβώς για αυτό  το κάνω.»

Δυστυχώς με την φασαρία της πλατείας και τις φωνές των παιδιών ήταν αδύνατο .

Μια φορά μάλιστα , κάτω από τα τίλια έπεσε ένας νεαρός Γκιώνης που για καλή του τύχη τον είδαμε και τον ανεβάσαμε ξανά στο δέντρο.

Ο Γκιώνης είναι μια μικρή κουκουβάγια με τεράστια μάτια που, έκτος από το σκοτάδι της νύχτας , τρυπάνε και το σκοτάδι της ψυχής.

Όταν  σε κοιτάξει στα μάτια  τρομάζεις.

Σαν να καθρεφτίζεται στα μάτια του το άπειρο.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις γάτες άλλα όχι τόσο πολύ.

Αυτές τις μέρες, λοιπόν,  μπουμπουκιάζουν και όλα τα δέντρα στην πάνω πλατεία.

Οι Κοκκυκιές είναι ήδη ανθισμένες.

Τα Τίλια θέλουν λίγες μέρες ακόμα.

Οι περαστικοί δύσκολα το καταλαβαίνουν γιατί κινούνται πολύ γρήγορα.

Μάλλον και η κοκκυκιά δύσκολα αντιλαμβάνεται το αστραπιαίο πέρασμα μας.

Δεν ταιριάζουν οι χρόνοι μας.

Λίγοι γνωρίζουν ότι η πάνω πλατεία  είναι ένα ζωντανό μουσείο φυσικής ιστορίας.

Τα δέντρα που είναι φυτεμένα εδώ είναι τα δέντρα της άγριας φύσης της Κέρκυρας πριν την δενδροφύτευση της με Ελαιόδεντρα.

Βαλανιδιές , αγριοκαστανιές , κοκκυκιές, κυπαρίσσια   και  τίλια ήταν τα βασικότερα δέντρα του δάσους σε όλο το νησί.

Κανονικά έπρεπε να υπάρχει και μια πλακέτα για να το μαθαίνουν και οι περαστικοί αλλά που να το πεις και ποιος να σε ακούσει.

Λίγοι επίσης ξέρουν  ότι τα μελίσσια όταν βόσκουν σε τίλια  κάνουν το καλύτερο μέλι του κόσμου.

Ποιο θυμάρι και ποιο  έλατο;

Το θεϊκό μέλι από τα τίλια είναι το μέλι των λιβαδιών του μεγάλου Μανιτού.

Είχα πάρει  από έναν Βούλγαρο χωριάτη ένα βάζο, σε κάποιο ταξίδι,  και αναθεμάτιζα την ώρα που δεν του είχα αγοράσει όλη την πραμάτεια.

Τέτοια μέρη υπάρχουν ακόμα ελάχιστα στο νησί.

Σε μία ρεματιά κάτω από το Σωκράκι, στο  «Κρύο νερό»  υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι δάσους ανέγγιχτο από τους αιώνες με άγρια δέντρα του δάσους μια άλλης μακρινής εποχής.

Εκεί , στο  «Κρύο νερό» , μπορείς να ακούσεις ατελείωτες ανοιξιάτικες συναυλίες  αηδονιών.

Τα αηδόνια κελαηδούν με ένα ξέφρενο αυτοσχεδιασμό  όπου , καθώς λένε οι μεγάλοι μουσουργοί,  κανένα απόσπασμα τους δεν επαναλαμβάνεται ποτέ.

Περισσότερο , λέω εγώ, μοιάζει σαν απελπισμένο και αγωνιώδες ερωτικό κάλεσμα.

Άλλοι πάλι , ειδικοί, λένε ότι και ο άνθρωπος πρώτα τραγούδησε και μετά μίλησε.

Αυτό εξηγεί και το ότι όλες οι θεμελιώδεις αρχαίες γλώσσες του (άκαρδου αυτού)  κόσμου μας ήταν τραγουδιστές,  η «προσωδιακές» , όπως θα έλεγαν και οι επιστήμονες.

Οι αρχαίοι υμών πρόγονοι, μάλιστα, ονόμαζαν «βαρβάρους» όχι τους απολίτιστους και τους αγροίκους  γενικά , αλλά τους  λαούς που μιλούσαν επίπεδα , σε έναν τόνο. Τους κορόιδευαν , μάλιστα λέγοντας ότι «αυτοί όταν μιλάνε λένε συνέχεια  βαρ-βαρ».

Όπως και να χει το πράμα ο σύγχρονος άνθρωπος  για να τραγουδήσει πρέπει προηγουμένως να χει πιεί   ένα μποτιλιόνι κρασί . 

Το μυστικό, όμως,  είναι να τραγουδήσεις για να μεθύσεις και όχι να μεθύσεις για να τραγουδήσεις.

Ο Γκιώνης για παράδειγμα,  δεν ξέρω γιατί τραγουδάει αλλά, πιστεύω ακράδαντα ότι δεν  πίνει ποτέ πριν αρχίσει το τραγούδι.

Σε αντίθεση με το αηδόνι, ετούτος  τραγουδάει σε μια απολύτως βασική και απολύτως προβλέψιμη αρμονική  που μοιάζει με τον πένθιμο ήχο της  καμπάνας .

Πολλοί έχουν μπει στον πειρασμό να συγκρίνουν το κελαίδημα του Γκιώνη με αυτό του αηδονιού.

Το εντελώς απρόβλεπτο με το προβλέψιμο.

Το  αρμονικό με το χαοτικό.

Το πένθιμο και μονότονο με το ξέφρενο κάλεσμα του έρωτα.

Ανοησίες.

Όλα έχουν την ομορφιά τους.

Αρκεί να μην τα ακούς όλα μαζί.

Τέτοιες μέρες της Ανοίξεως κελαηδάει ο Γκιώνης στην πάνω πλατεία. 

Μάλλον στέλνει το στίγμα του στο άλλο φύλλο.

Αυτό , όμως,  αφορά την δική του φυλή.

Εμείς, οι περιπατητές έχουμε τα δικά μας ιντερέσσα.

Το πρόβλημα είναι ότι  είμαστε τόσο απορροφημένοι που χάνουμε  την μαγεία του προαιώνιου αυτού τραγουδιού.

Έτσι χάσαμε και το δικό μας τραγούδι όταν  αρχίσαμε να μιλάμε για ευκολία σε έναν τόνο.

 

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Ο άνεμος θα μας πάρει

Ο Έκτορας  σύχναζε τριγύρω από τον Φοίνικα.

Ήτανε ο μοναδικός αδέσποτος σκύλος της περιοχής αυτής

Τριγύρω δεν είχε ούτε χασάπικα, ούτε σκουπιδοτενεκέδες.

Αυτός , για κάποιο λόγο που δεν μου αποκάλυψε ποτέ,   σύχναζε τριγύρω από ένα θέατρο και ένα θερινό σινεμά.

Ήταν ο μοναδικός αδέσποτος σκύλος σινεφίλ.

Ο Παναγιώτης μου έλεγε  ότι ο Έκτορας είχε δει όλα τα έργα του Κιαροστάμι που είχε προβάλει η κινηματογραφική λέσχη «Μετείκασμα».

Ο Έκτορας , εκτός των άλλων,  είχε για ένα φεγγάρι γκόμενα την Λούλα την κουτσή.

Η Λούλα η κουτσή , βασικά έκανε παρέα με τον Τζίνο του ψυχιατρείου. Ενίοτε δε ηγείτο και μιας αγέλης  που αν σε έπαιρναν  με κακό μάτι αλλοίμονο σου.

Ένα βράδυ παραλίγο να με κάνουνε κομμάτια κάτω από τα βόλτα της Πολυχρονίου Κωνσταντά .

Την τελευταία στιγμή  μπήκε μπροστά η Λούλα και με γλύτωσε.

Με συμπαθούσε λόγω του ότι την τάιζα που και πού.

Ανέκαθεν  είχα πολλές φιλίες με αδέσποτους σκύλους και βουρλισμένους και μου βγήκε σε καλό.

Το αίνιγμα του Έκτορα λύθηκε όταν γνώρισα τον Αχιλλέα.

Ο Αχιλλέας δεν ήταν σκύλος ….για την ακρίβεια, δεν ήταν ακριβώς σκύλος.

Ο Αχιλλέας είχε κάνει κατάληψη σε ένα ερειπωμένο διαμέρισμα της Πόρτα Ρεμούντα που ήταν ιδιοκτησίας ενός θείου του που έλειπε χρόνια στο  εξωτερικό.

Με κάλεσε μάλιστα και κάποια φορά στο «σπίτι»  για καφέ.

Επρόκειτο για μια αθλιότητα απερίγραπτη.

Ένα ράντζο, ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι, δύο φλιτζάνια και ένα γκαζάκι.

Όλα από τα σκουπίδια. 

Καθίσαμε και οι δύο στο ράντζο με προσοχή για να μην διαλυθεί με το φλιτζάνι στο χέρι.

Πρόσεξα ότι πίσω από την πόρτα είχε κρεμασμένο ένα πτυσσόμενο  λουρί σκύλου  πολυτελείας.

«Έχεις σκύλο;» τον ρώτησα.

«Όχι , το λουρί είναι για τον Έκτορα».

Έτσι έμαθα  ότι , κάθε απόγευμα , ο Αχιλλέας κατέβαινε με μια κονσέρβα να ταΐσει τον Έκτορα.

Εκεί που ο Έκτορας έτρωγε αμέριμνος του έδενε το λουρί στον λαιμό και το έσερνε μαζί του στην Γαρίτσα.

Αυτός ήταν και ο λόγος που τον ονόμασε «Έκτορα»

Βασική επιδίωξη του Αχιλλέα ήταν , μέσω του Έκτορα, να βρει γκόμενα  στα Κουρτελάτσα .

Δεν έψαχνε στα τυφλά.

Ήθελε κάποια οικονομικά  καλοστεκούμενη φιλόζωο , μιας κάποιας ηλικίας , «να  τρυπώσει κάπου».

Ομοίως,  ο Έκτορας δεν είχε καμία όρεξη  να τονε σέρνουνε αλλά και αυτός είχε συνηθίσει στην σιγουριά της κονσέρβας του Αχιλλέα.

Μόλις γυρίζανε από τον Ανεμόμυλο , τον έλυνε και ο Έκτορας τριγύρναγε έξω από το θερινό σινεμά.

Ο Αχιλλέας είχε και άλλες ενασχολήσεις … πνευματικές.  

Έγραφε  διάφορα πονήματα σε μια γλώσσα που ελάχιστοι μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν και που αφορούσαν σε διάφορα θέματα συνωμοσιών, εξωγήινων, αρχαίων Ελλήνων, ψεκασμών, σατανικών λεσχών κλπ.

Αν τα έγραφε για τον εαυτό του το κακό θα ήταν μικρό.

Ο Αχιλλέας έμπαινε σε όποια εκδήλωση εκτιμούσε ότι τον «έπαιρνε».

Περίμενε υπομονετικά και με ύφος βαθυστόχαστο.

Μόλις τελείωνε την ομιλία του ο ομιλητής ζητούσε το λόγο και διάβαζε ατελείωτες σελίδες με πράματα εντελώς άσχετα με την εκδήλωση.

Ο Αχιλλέας είχε διαλύσει έτσι πολλές παρουσιάσεις βιβλίων, προσυνεδριακές εκδηλώσεις κομμάτων, ομιλίες της αστρονομικής εταιρείας και  ποιητικές βραδιές.

Τον έβλεπες να έρχεται με τις σημειώσεις παραμάσχαλα και ανατρίχιαζες.

Όσο ο Αχιλλέας ασχολούταν με πνευματικά θέματα , ο Έκτορας έβλεπε ταινίες.

Έτρωγε και κανένα πατατάκι που του δίνανε  οι ελάχιστες ευαίσθητες φοιτήτριες  που πηγαίνανε στο σινεμά και περίμενε την επομένη το απόγευμα,  την κονσέρβα.

Ιδιαίτερα του  άρεσαν  οι εικόνες από τα ατελείωτα λιβάδια με τα στάχυα του Κιαροστάμι.

Όταν έκλεισε  το θερινό σινεμά , όπως ήταν αναμενόμενο, ο Έκτορας συνέχισε να κοιμάται τα βράδια του χειμώνα στο  άδειο δωμάτιο του μηχανικού προβολής.

Πέρασαν τα χρόνια και άλλαξαν οι εποχές.

Πέθανε ο Κιαροστάμι.

Πέθανε ο Παναγιώτης.

Έκλεισε  το θερινό σινεμά.

Κατέρρευσε και η σκεπή του Φοίνικα.

Η Λούλα η κουτσή βολεύτηκε σε  έναν κήπο στο τένις όπου και έζησε ευτυχισμένη τα τελευταία χρόνια της περιπετειώδους της ζωής.

Ο Τζίνο υιοθετήθηκε από μια Αθηναία και ταξίδεψε δεμένος μέχρι το Αιγάλεω όπου έζησε σε κήπο με ξυλόσπιτο.

Ο Αχιλλέας έμεινε μόνος και συνεχίζει να περιφέρεται στην πόλη χωρίς να έχει καταφέρει να πείσει κανέναν και χωρίς να βρει γκόμενα.  

Θα έχει πεθάνει και ο Έκτορας.

Έτσι είπα να γράψω λίγα λόγια να τον μνημονεύσω εγώ .

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Armolino (Σαν ξένοι πάνω σε σανίδες)

 Άκουσα το «Αρμολίνο»   για πρώτη φορά όταν ήμουν εννιά χρονών.

Με είχε πάει ο πατέρας μου να μάθω μαντολίνο  στην Άνω Δάφνη  , στην «Κερκυραϊκή χορωδία Αθηνών».

Ακούγεται  βαρύγδουπο αλλά η «Κερκυραϊκή χορωδία και μαντολινάτα Αθηνών» στεγαζόταν στο δυάρι του μαέστρου μας.

Με έβαλε σε ένα σκαμπό στο  στενό διάδρομο .

Θα έπρεπε να παίζω ασταμάτητα τρέμολο  το Μι  καντίνι.

Μέσα κάνανε πρόβα οι μεγάλοι της χορωδίας.

Κάθε που ο μαέστρος έκανε πρόβα τους πριμοσεκόντους βγαίνανε στο διάδρομο οι βαρυτονόμπασοι και με ποδοπατούσαν.

Θυμάμαι που όταν βαριόμουν το ίδιο και το ίδιο άρχισα να παίζω ότι μουρχώτανε.

Με ξεχώριζε μέσα στην φασαρία και τις φωνές και έβγαινε έξω νευριασμένος .

«Δε σούπα ωρέ  το Μι καντίνι; Τι παίζεις αυτού. Άμα το ξανακάνεις θα το βάλω κάτω και θα το πατήσω.»

Τότε λοιπόν ήταν που τους άκουσα  για πρώτη φορά να τραγουδάνε το «Αρμολίνο».

Δεν καταλάβαινα τίποτα. Η γλώσσα ήταν απολύτως ακατανόητη.

Αφού και γειτόνοι από τα διπλανά σπίτια αναρωτιόνταν «Μα τι τραγουδάνε αυτοί οι άνθρωποι εκεί μέσα.»

Ρώτησα τον πατέρα μου.

«Τίποτα  δεν τραγουδάνε. Πρόκειται για ένα πολύ παλιό τραγούδι που το τραγουδάγανε οι μεθυσμένοι στις ταβέρνες . Ακαταλαβίστικα λόγια ... Θυμάμαι από τον πάππου σου.»

Πέρασαν τα χρόνια και το αίνιγμα του «Αρμολίνο» έμεινε άλυτο.

Κάποια φορά το ξανάκουσα στην Κέρκυρα.

Σκέφτηκα να επιχειρήσω να το αποκωδικοποιήσω αλλά στο βάθος  σκεφτόμουν ότι μπορεί όντως να ήταν λόγια μεθυσμένων.

Ιταλικά δεν ήταν σίγουρα παρόλο που μερικές λέξεις έμοιαζαν. Ωστόσο δεν υπήρχε και ειρμός.

Προσπάθησα πολλές φορές να το μεταφράσω χωρίς αποτέλεσμα .

Παραλίγο θα είχα εγκαταλείψει την προσπάθεια.

Τότε έμαθα για την ύπαρξη ενός καλογέρου στο μοναστήρι των Καπουτσίνων που ήταν από κάποιο χωριό της Βενετίας και ήξερε καλά την διάλεκτο των Βενετσιάνων.

Θα έκανα και αυτή την προσπάθεια και αν δεν είχε αποτέλεσμα θα σταματούσα .

Ο Μοναχός με υποδέχτηκε με επιφύλαξη.

Μάλλον θα φαντάστηκε ότι η μετάφραση θα αφορούσε σε κάποιο  παλιό έγγραφο σχετικά με κάποια ιδιοκτησία και δεν ήθελε να ανακατευτεί.

Τελικά τον έπεισα να το κοιτάξει.

«Δεν είναι ακριβώς Ενέτικα . Υπάρχουν πολλές λέξεις μεν αλλά υπάρχουν και άλλες παραποιημένες . Ακόμα υπάρχουν και μερικές Ελληνικές.»

«Αρμολίνο σημαίνει χαϊδευτικά το πλήρωμα κάποιου πλοίου η κάποιας αρμάδας πλοίων . Τα χρόνια εκείνα τα πλοία ταξίδευαν σε αρμάδες για ασφάλεια.»

Συνέχισε ο Μοναχός να μου εξηγεί.

«Μιλάει για πεντακόσια άτομα που δούλευαν  σε κάποια αρμάδα πλοίων κάτω από άθλιες συνθήκες ..,…  Armolino sordito, cinque cento sareto…»

Και παρακάτω … « Armolino tersi mai, privi , soli, alegri mai..” δηλαδή  ζουν σε άθλιες συνθήκες και δεν είναι ποτέ χαρούμενοι.»

… «Σαν μονομάχοι , με μόνη παρηγοριά την αγάπη και την αλληλεγγύη μας…»

 «..Ορίστε εδώ λέει ότι «είμαστε και κατεργάρηδες, όμως,  τα καταφέρνουμε να πάρουμε και δεύτερη μερίδα»…»

Κοίταζα τον μοναχό με κομμένη την ανάσα.

Δεν καταλάβαινε ότι  θα έπρεπε να ήταν ο πρώτος που μετά από αιώνες ξεκλείδωνε  το μυστικό.

Προφανώς επρόκειτο για ένα τραγούδι αγνώστου συνθέτη που αναφερόταν στα πληρώματα των εμπορικών πλοίων μιας άλλης εποχής που  διέσχιζαν την Αδριατική και την Μεσόγειο με πανιά μεταφέροντας εμπορεύματα.

… «και τότε μας μπαίνει μια τρελή ιδέα..» συνεχίζει ο μοναχός.

.. «βουλιάζουμε τα πλοία στα σκοτεινά βάθη και βγαίνουμε στην στεριά ως ξένοι πάνω σε σανίδες..»

..και αυτό δεν είναι «san»  αλλά «σαν»… Ελληνικό ….»

…¨ούτε αυτό είναι «Se» αλλά «Σε» … επίσης Ελληνικό…»

..  «Σαν uno foreste σε tavolare….»

 

Τον ευχαρίστησα ανακουφισμένος.

Νόμιζα ότι και αυτή η απόπειρα θα ήταν άκαρπη.

Ο Γέροντας  με συνόδευσε  μέχρι την πόρτα του μοναστηριού.

Κρατούσα στο χέρι μου ένα τραγούδι αιώνων.

Ένα τραγούδι που αφού περιπλανήθηκε σε θάλασσες , σε λιμάνια και σε ωκεανούς , βγήκε  στην στεριά πάνω σε σχεδία και συνέχισε το ταξίδι του ανά τους αιώνες.

Σε  αποπνιχτικές ταβέρνες του χειμώνα.

Σε χωράφια του καλοκαιριού.

Σε  προαύλια εκκλησιών.

Σε καντάδες των ερωτευμένων  και σε συναυλίες χορωδιών.

Βγήκα στον δρόμο.

Αυτοκίνητα , νταλίκες, ασθενοφόρα , και σειρήνες περιπολικών.

Μόλις έχει τελειώσει και η γιουροβίζιον.

Το Αρμολίνο αδιαφορεί και συνεχίζει το ταξίδι του ως ξένος πάνω σε σχεδία.

Σε μια εποχή που είναι της μόδας  τραγούδια για το τίποτα γραμμένα.

 

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Μία ερωτευμένη πυγολαμπίδα.

 Παλιά της πυγολαμπίδες τις λέγαμε «Κωλοφωτιές» .

Ακόμα παλαιότερα  λατρευόταν η  «Αφροδίτη Καλλίπυγος».

Σαν να λέμε σήμερα «η Θεά με τον ωραίο κώλο».

Σήμερα , στην εποχή της προελαυνούσης Woke Κουλτούρας  εάν  τολμήσεις να  ξεστομίσεις κάτι τέτοιο θα καταγγελθείς τουλάχιστον ως «σεξιστής» και θα καταλήξεις στην ιερά εξέταση του λεγόμενου δικαιωματισμού.

Άσε που μπορεί να σε αφορίσει και κανένας Δεσπότης.

Τέτοιες μέρες λοιπόν , όπως κάθε χρόνο, ετοιμάζονται οι πυγολαμπίδες για τον ξέφρενο χορό τους στα σκοτεινά δάση.

Κουνάνε ασταμάτητα την φωτισμένη τους  «πυγή»  και τα δάση μετατρέπονται σε κλαμπ  αλλοφρόνων χορευτριών και χορευτών.

Παλαιότερα είχα γράψει ένα παιδικό παραμύθι  για μια ερωτευμένη πυγολαμπίδα.

Το  έχασα σε κάποιο update και δεν το θυμάμαι ακριβώς.

Είναι αδύνατον,  νομίζω,  να ξαναγράψεις το ίδιο παραμύθι δύο φορές διότι, ως γνωστόν,  άλλος το έγραψε την πρώτη φορά και άλλος την δεύτερη.

Η ερωτευμένη πυγολαμπίδα, λοιπόν,  ένοιωθε μια γοητεία  για την φωτισμένη τρύπα στην μέση του σκοτεινού δάσους που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Την ίδια γοητεία νοιώθουν και οι άνθρωποι για τις μαύρες τρύπες του διαστήματος  όπου εκεί, καθώς λένε,  δεν ισχύουν οι φυσικοί νόμοι που ξέρουμε και δεν υπάρχει  ο χώρος και ο χρόνος.

Ακριβώς όπως εμάς μας βασανίζει η περιέργεια  για το τι συμβαίνει σε μια μαύρη τρύπα  έτσι και η μαγεμένη ( και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα ήθελε να πάει στην φωτισμένη τρύπα που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Ματαίως προσπαθούσαν να την αποτρέψουν οι υπόλοιπες λέγοντάς της ότι αυτό το μέρος είναι καταραμένο και ότι  εκεί   μέσα χάνεται το φώς σου και, ως εκ τούτου,  χάνεις και όλες σου τις δυνάμεις .

Η μαγεμένη (και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα  δεν άκουγε τίποτα.

Διέσχισε μοναχή της το δάσος και έφτασε στην φωτισμένη τρύπα που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Μόλις μπήκε μέσα τάχασε.

Ξαφνικά βρέθηκε μέσα  σε μια ατελείωτη θάλασσα φωτός .

Ακόμα και στον ουρανό υπήρχαν τεράστιες μπάλες που έριχναν ασταμάτητα κύματα  φωτός  και που οι άνθρωποι τις έλεγαν «λάμπες δημοτικού φωτισμού».

Τριγύρναγε χαμένη στον ωκεανό του φωτός.  

Κατάκοπη  και τρομαγμένη  γαντζώθηκε από τα βράχια μιας  κάτασπρης έρημου που δεν υπήρχαν καθόλου δένδρα  και που οι άνθρωποι την λέγανε «τοίχος σαγρέ».

Περίμενε εκεί μην ξέροντας τι να κάνει.

Ξάφνου πέρασαν τρείς άνθρωποι και τους άκουσε που λέγανε ότι θα πάνε βόλτα  στο σκοτεινό δάσος.

Τους ακολούθησε και μετά από λίγο ξαναβρέθηκε επιτέλους έξω  από την φωτισμένη τρύπα.

Οι άλλες πυγολαμπίδες τρέξανε να την υποδεχτούν  και να μάθουν τα όσα είδε.

Την άκουγαν με ανοιχτό το στόμα.

Ύστερα από όλα αυτά και όπως πως συμβαίνει πάντα,  συνέχισαν τον ασταμάτητο ανοιξιάτικο χορός τους.

‘Έμοιαζε με έναν χορό χωρίς αρμονία.

Τυχαίες φωτεινές διαδρομές μέσα στα σκοτάδια του δάσους.

Ήταν τότε που οι τρείς φίλοι μαγευτήκαν από τον φαινομενικά ακατανόητο χορό   των πυγολαμπίδων και άρχισαν το δικό τους τραγούδι.

Αμέσως συνέβη το αναπάντεχο . 

Σαν μια μάγισσα να άγγιξε το σύμπαν με το ραβδί της , ο στροβιλισμός των φωτισμένων πυγολαμπίδων εναρμονίστηκε με το τραγούδι.

Ήταν ένα θέαμα που όμοιο του δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια των ανθρώπων.

Στην κορυφή του χορού  η μαγεμένη (και ερωτευμένη) πυγολαμπίδα  του παραμυθιού μας ως πρίμα μπαλαρίνα.

Υπάρχουν και στις φωτισμένες τρύπες ανάλογα  κλαμπ ερωτικών χορών με φωτισμένες πυγολαμπίδες αλλά δεν είναι το ίδιο.

Όσο ο χορός των πυγολαμπίδων εναρμονιζόταν με το τραγούδι των τριών φίλων τόσο και το τραγούδι γινόταν περισσότερο μαγικό από ποτέ.

Αυτό συνέβαινε , λένε οι μάγισσες , διότι  ο  χορός των πυγολαμπίδων δεν είναι μόνο ένας χορός του έρωτα.

Είναι κάτι ακόμα περισσότερο.

Ετούτο έμοιαζε περισσότερο με ταγκό.

Ήταν  ο χορός των σχέσεων στην ζωή .

Λίγοι μπορούν να τον  χορέψουν.

Δεν ακούν τα μαθήματα του χορού στην σχολή.

Δεν αρκεί η μαθηματική αρμονική κίνηση των μετρημένων  βημάτων .

Χρειάζεται  ακόμα περισσότερο η διαίσθηση.

Πριν κάνει την κίνηση του ο ένας πρέπει να μπορεί να το διαισθανθεί ο άλλος και να ανταποκριθεί ανάλογα.

Αλλιώς θα ποδοπατηθούν.

Καθώς φαίνεται μέσα στο σκοτάδι,  η μαγεμένη (και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα,   το ξέρει.

Γιαυτό λάμπει περισσότερο από όλες.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Η Ιστορία της Ροντινέλας

 Είχα την τύχη να γνωρίσω την μάνα της Ροντινέλα καθώς και τον πατέρα της.

Έφτιαξαν πρώτοι φωλιά στην ξεχυτή του σπιτιού μου.

Λέω: «Του δικού μου σπιτιού»  ενώ κανονικά θα έπρεπε να λέω: «Του σπιτιού μας» μιας και  τα χελιδόνια θεωρούν δικό τους σπίτι την φωλιά που φτιάχνουν οι πρόγονοι τους.

Γυρίζουν δε πάντα  κάθε άνοιξη σε αυτήν ακριβώς την φωλιά.

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο μετά από ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων.

Η Ροντινέλα, η κόρη τους ,  γέννησε  τέσσερα  χελιδόνια  και τα μεγάλωσε μαζί με τον συνοδό της.

Λέω «συνοδό» διότι ως γνωστόν, στο κόσμο των χελιδονιών  δεν υπάρχει η έννοια του πατέρα.

Συμμετέχει μεν αλλά ερασιτεχνικά ως συνοδός .

Καθόμουν , λοιπόν ,  στον μπότζο μου και παρακολουθούσα το ασταμάτητο πήγαινε- έλα για το καθημερινό τάισμα.

Εκείνες τις μέρες διάβαζα , θυμάμαι,  τις «Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής».

Η Ροντινέλα συνέχιζε το αγωνιώδες πήγαινε έλα για το τάισμα των παιδιών.

Όταν μεγαλώσανε αρκετά τα άφησε νηστικά για δύο-τρείς μέρες και μετά φτερούγιζε έξω από την φωλιά καλώντας τα να πετάξουν.

Διστάζανε διότι δεν είχαν ξαναπετάξει και το ύψος ήταν μεγάλο.

Τα τρία πρώτα τα καταφέρανε.

Το τέταρτο έπεσε κάτω.

Του ρίχτηκε ένας γάτος της γειτονιάς.

Του πετάω το βιβλίο και τον πετυχαίνω στο κεφάλι.

Ο γάτος , βέβαια, δεν έπαθε τίποτα και το χελιδονάκι τοποθετήθηκε ξανά στην φωλιά για το επόμενο άλμα του προς την ζωή.

Έτσι εξηγείται από τότε και  το μίσος των γάτων της περιοχής για την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία .

Τον Σεπτέμβρη έφυγε και η Ροντινέλα μαζί με την οικογένεια.

Πριν φύγει συνηθίζει να κάνει ατελείωτους κύκλους στον αέρα .

Είναι σημάδι ότι ετοιμάζεται για το ταξίδι.

Ξαφνικά ένα πρωί βγαίνεις έξω και δεν υπάρχει ψυχή .

Κάτι σε σφίγγει στο πέτο.

Σαν να μην έφτανε η μελαγχολία του Φθινοπώρου φεύγουν και οι συγκάτοικοι.

Του χρόνου τέτοιο καιρό ξανάρθε.

Έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα.

Της  έλεγα  διάφορα της καθημερινότητας όπως για παράδειγμα ότι «με πονάει ο αγκώνας μου με την όστρια»  , «τι να κάνω για φαγητό το μεσημέρι»  η για «αυτόν το αναίσθητο που παρκάρει όπου βρει».

Με άκουγε  με επιφύλαξη χωρίς να απαντάει.

Περνάει  ένας φίλος γιατρός.

-«Καλημέρα …μιλάς στο κινητό;»

-«Όχι γιατρέ μου … μιλάω στα χελιδόνια.»

-«Δεν είναι σοβαρό. Θα ανησυχήσουμε όταν θα αρχίσουν να σου μιλάνε αυτά.»

Η Ροντινέλα όταν ξεθάρρεψε άρχισε να μου λέει και αυτή για τα δικά της .

Μου μιλούσε για τα ταξίδια της από το Αλγέρι.

Για τους συναγωνισμούς με τα δελφίνια στην θάλασσα.

Για  εκείνο τον ξερότοπο, την Μάλτα, που δεν υπάρχει που να ακουμπήσεις  γιατί βάζουν παντού σιδερένια καρφιά.

Για τις απέραντες αμμουδιές του Βούα και τα βουνά του Ασπρομόντε.

Ύστερα στο  Ότραντο για ξεκούραση μερικές μέρες και μετά απέναντι στους Οθωνούς και την Κέρκυρα.

-«Αλήθεια εσείς τον χειμώνα τι κάνετε;»

-«Μένουμε εδώ.»

-«Γιατί δεν ταξιδεύετε σε πιο ζεστά μέρη;»

-«Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε.  Άλλοι λένε ότι σημασία έχει ο προορισμός και όχι το ταξίδι με αποτέλεσμα να μην κουνιούνται και άλλοι λένε ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός με αποτέλεσμα  να μην φτάνουν ποτέ πουθενά.»

Δεν με κρίνει από ευγένεια αλλά το αισθάνομαι ότι από μέσα της θα σκέφτεται: «Βρέ που μπλέξαμε!».

Πέρσι η Ροντινέλα δεν ήρθε.

Μακάρι να μην πέθανε στο ταξίδι από την κούραση.

Μάλλον θα πέθανε κάπου στο Αλγέρι την ώρα του ύπνου.

Νομίζω ότι  τα χελιδόνια θα πρέπει να νομίζουν ότι είμαι αιώνιος γιατί κάθε άνοιξη με βλέπουν εδώ.

Πέρσι ήρθανε τα παιδιά της .

Έφτιαξαν  φωλιές στα γύρω σπίτια.

Πιθανόν να μην αντέχουνε την πολυλογία μου.

Μπορεί ακόμα να είναι και εκείνη η τραυματική παιδική εμπειρία  τότε που γλύτωσαν από του γάτου τα δόντια.

Μπορεί ακόμα να ήθελαν να κάνουν μια δική τους αρχή.

 

Έτσι λοιπόν το πατρικό τους ερήμωσε.

Μπορεί φέτος να ρθούνε τα εγγόνια της και να συμμαζέψουν την φωλιά.

Συμβαίνει καμιά φορά.  

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Τότε που κλονίστηκε η πίστη μου

Το ταξίδι Θεσσαλονίκη – Ηγουμενίτσα-Κέρκυρα   είχε γίνει πλέον πολύ βαρετό.

Τόσες φορές που πήγα και γύρισα είχα μάθει τον δρόμο τόσο καλά που μερικές φορές οδηγούσα με κλειστά τα μάτια στην κυριολεξία.

Μια από αυτές τις φορές είπα να ακολουθήσω μια εναλλακτική διαδρομή.

Θα αναρωτηθεί κανείς : «υπάρχει τέτοιος δρόμος;» .

Και όμως υπάρχει.

Στην διασταύρωση της Σιάτιστα , την τελευταία στιγμή,  έστριψα προς Νεάπολη  σαν κάποιο  αόρατο χέρι να με έσπρωχνε προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Νεάπολη είναι μια μικρή βαρετή κωμόπολη με ένα κεντρικό δρόμο με μερικά μαγαζιά  αριστερά και δεξιά του δρόμου που σε παραπέμπει σε ταινία  της άγριας Δύσης.

Μετά την Νεάπολη αρχίζουν τα ωραία.

Ο δρόμος για το ορεινό Πεντάλοφο   είναι μεν ανηφορικός και όλο στροφές αλλά το τοπίο σε αποζημιώνει.

Καθώς ανέβαινα τις ατελείωτες στροφές σκεφτόμουν ότι τα λεφτά που μου είχαν απομείνει δεν θα έφταναν για να περάσω με το φέριμποτ  από την Ηγουμενίτσα.

Συν τοις άλλοις  είχα αρχίσει να πεινάω και εκεί επάνω στα βουνά δεν υπήρχε ψυχή ζώσα.

Σταμάτησα για κατούρημα και  μέτρησα και τα λεφτά που μου είχαν μείνει.

Δεν φτάνανε με τίποτα.

Μου έλειπε ένα εικοσάρικο για να μπω αξιοπρεπώς στο πλοίο  και να πιώ και ένα καφέ.

Στην κορυφή στο Πεντάλοφο βλέπω το μοναδικό σημείο ζωής  σε όλη την διαδρομή.

Μια έρημη καντίνα  στην άκρη του γκρεμού.

Αφού δεν φτάνανε , που δεν φτάνανε τα λεφτά , αποφάσισα να φάω ένα σάντουιτς να ξεγελάσω την πείνα μου.

Ο καντινιέρης μου έφτιαξε ένα  γιγαντιαίο   σάντουιτς με μισή μπαγκέτα , τεράστιο χωριάτικο λουκάνικο γιομάτο λάδια , κρεμμύδια, ντομάτα και μπόλικο κοκκινοπίπερο.

Μόλις πάω να πατήσω την πρώτη δαγκανιά νάσου και ξεπροβάλει πίσω από την καντίνα ένας μισομεθυσμένος.

Καθόταν σε ένα μικρό τραπεζάκι και έπινε μπύρες  .  Μέτρησα πέντε-έξι κουτάκια.

-«Από πού είσαι εσύ ρε λεβέντη;»

-«Από την Κέρκυρα» του απαντώ.

Γουρλώνει τα μάτια του και μου λέει:

-«Εσένα έψαχνα! Σε στείλε ο Άγιος Σπυρίδωνας!»

-«Είσαι σίγουρος;»  του λέω .

-«Έχω κάνει τάμα να ανάψω ένα κερί στον Άγιο Σπυρίδωνα… Ορίστε κάνε μου την χάρη και μόλις πάς στην Κέρκυρα πήγαινε και άναψε ένα κερί.»

Βγάζει ένα εικοσάρικό και μου το δίνει.

Μένω σύξυλος.

-«Ρε φίλε δώστα σε κανέναν άλλο εγώ δεν είμαι και τόσο θρήσκος.»

-«Όχι πάρε τα…. που θα βρω άλλον…. και άμα δεν πάς εσύ δώστα να το ανάψει η μάνα σου η κάποιος άλλος.»

Πήρα τα λεφτά και έφυγα.

Στο δρόμο  έκανα ανακεφαλαίωση: «Εγώ ένας συνεπής απόγονος άθεων γενεά προς γενεά   βγαίνω χωρίς σκέψη από τον δρόμο και ακολουθώ μια διαδρομή ορεινή και μακρινή που δεν υπάρχει ψυχή ζώσα.  Στην κορυφή του βουνού συναντάω τον μοναδικό άνθρωπο και μου δίνει όσα λεφτά μου έλειπαν για να περάσω απέναντι. Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να σου συμβεί;»

Κατέβαινα τις ατελείωτες  στροφές προς Κόνιτσα άλλες φορές γελώντας και άλλες  κάνοντας μαθηματικούς υπολογισμούς για να βρω πόσες πιθανότητες υπάρχουν για να μου συμβεί αυτό που μου συνέβη.

Το πάλευα ορθολογιστικά αλλά κάποια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου και η περίπτωση του θαύματος.

Λές !;

Με το ένα χέρι οδηγούσα και με το άλλο κρατούσα το σάντουιτς.

Σε μια στροφή πέταλο , την τελευταία στιγμή,  απέφυγα τον γκρεμό του Ιρασιοναλισμού .

Επανήλθα στο  σάντουιτς το οποίο  ήταν τόσο μεγάλο που το τελείωσα κάπου στο Καλπάκι.

Έφτασα επιτέλους και , μετά την  δίαιτα  με κεμπάπ  μπουγάτσες και λιπαρά λουκάνικα ,  ετοίμασα μια καρμπονάρα με μπόλικο γκουαντσιάλε για να επανέλθω στην κανονική μου ζωή.

Ρουφάω την μακαρονάδα μου δεχόμενος ένα καταιγισμό διαφημίσεων για πρωκτοσυναλάρ, πάνες ακράτειας, και υπέρ απορροφητικές σερβιέτες.

Περιμένω με ανυπομονησία να τελειώσουν  διότι συνήθως ακολουθεί μια άκρως ενδιαφέρουσα εκπομπή με έναν γιατρό που, την ώρα του φαγητού,  θα μας εξηγήσει  με λεπτομέρειες την νέα πρωτοποριακή μέθοδο λαπαροσκοπικής εγχείρησης για καρκίνο του παχέως εντέρου.

Την επόμενη μέρα ψάχνω  να βρω κάποιον να πάει να ανάψει το κερί στον Άγιο Σπυρίδωνα.

Δεν υπήρχε κανείς διαθέσιμος .

 Άσε που με κοιτάζανε καλά-καλά με ύφος «Καλά τι έπαθε ετούτος εδώ;»

Με τούτα και με κείνα μάθανε πολλοί ότι ψάχνω κάποιον να τον στείλω να ανάψει το κερί.

Ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο.

-«Ποιος είναι παρακαλώ.»

Από το υπερπέραν ακούγεται μια φωνή βαθειά και μπάσα.

-«Εδώ Άγιος Σπυρίδωνας…. θα έρθετε επιτέλους να ανάψετε εκείνο το κερί;»

Γελάσαμε με την καρδιά μας .

Ωστόσο έπρεπε να τηρήσω την υπόσχεση μου στον μεθυσμένο και θεοσεβούμενο  κτηνοτρόφο με κάθε τρόπο .

Μην βρίσκοντας κανέναν να στείλω  δεν μου έμενε άλλη επιλογή από το να πάω να το ανάψω  εγώ ο ίδιος.

Πώς να πάω όμως στον Άγιο;

Αν με έβλεπε κανένα μάτι τι θα έλεγα;

Εγώ ο πατριάρχης του αθεϊσμού να πηγαίνω να ανάψω κερί στον Άγιο;

Γίνονται τέτοια πράματα;

Έριξα τα μούτρα μου  και πήγα νύχτα από κανιζέλα σε κανιζέλα φορώντας καπέλο  και τυλιγμένος με κασκόλ.